-
1 ευγμα
-
2 προσηγορος
21) обращающийся с речьюΠαλλάδος εὐγμάτων π. Soph. — возносящий моления Палладе;
θνητῶν μηδενὸς π. Soph. — не слышащий голоса человеческого;τῷ π. ; Soph. — с кем посмею заговорить?2) общительный, обходительный3) ( о словах) общеупотребительный(τὰ γνώριμα καὴ προσήγορα, sc. ὀνόματα Plut.)
4) соответствующий, согласующийсяπροσήγορα καὴ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Plat. — взаимно согласующиеся и соразмерные элементы;
συμπόσιον μηκέτι προσήγορον ἑαυτῷ Plut. — пир, не подходящий (т.е. слишком многолюдный) для всеобщей беседы5) именуемый, называемый(πόλις Μυσῶν Μυσία π. Soph.)
-
3 προσήγορος
A addressing, accosting, αἱ π. δρύες the speaking oaks, A.Pr. 832; τί δῆτ' ἐμοὶ.. προσήγορον ἔτ' ἔστ' ἀκούειν; what word addressing me, i.e. addressed to me..? S.OT 1338 (lyr.);π. φάτιν ὤρεξε Moschio
Trag.9.8: c. gen., Παλλάδος εὐγμάτων προσήγορος addressing prayers to her, addressing her, S.Ant. 1185: in late Prose, conversing, γνώριμοί τε καὶ π. Iamb.VP33.237.2 generally, conversable, mutually agreeable,φίλοι τι καὶ π. ἀλλήλοις Pl.Tht. 146a
; θεοῖς π. Max.Tyr.11.8; γενόμενος ἐν τοῖς μάλιστα π. his chief friend, D.H. 1.70; συμπόσιον μηκέτι π. ἑαυτῷ, i.e. too large for general conversation, Plu.2.678d; γνώριμα καὶ π. familiar, of ideas, Id.Cic.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήγορος
-
4 προς-ήγορος
προς-ήγορος, 1) anredend, begrüßend, Παλλάδος ϑεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προςήγορος, Soph. Ant. 1170, Schol. δι' εὐχῶν προςαγορεύουσα, wie Hesych. erkl. προςκυνητής; bei Aesch. Prom. 834 sind προςήγοροι δρύες die Eichen Dodona's, welche Orakel geben. – 2) pass., angeredet, begrüßt, τῷ προςήγορος; Soph. Phil. 1337, Schol. τίς με προςαγορεύσει; vgl. O. R. 1338; dah. übh. Jemandem willkommen, befreundet, φίλους τε καὶ προςηγόρους ἀλλήλοις γίγνεσϑαι, Plat. Theaet. 146 a; übereinstimmend, Rep. VIII, 546 b; καὶ γνώριμοι, Sp., wie Plut. Cic. 40.
См. также в других словарях:
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek